- διορθωτικός
- διορθωτικόςcorrectivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διορθωτικός — ή, ό (AM διορθωτικός, ή, όν) [διορθωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή 2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό ειδικό υγρό για τη… … Dictionary of Greek
διορθωτικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διορθώνει: Δόθηκε στους εργαζόμενους διορθωτική αύξηση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., διορθωτικά η αμοιβή του διορθωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διορθωτικά — διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc pl διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc/acc dual διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτικώτερον — διορθωτικός corrective adverbial comp διορθωτικός corrective masc acc comp sg διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτικῶν — διορθωτικός corrective fem gen pl διορθωτικός corrective masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτικόν — διορθωτικός corrective masc acc sg διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτικοῖς — διορθωτικός corrective masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτικοί — διορθωτικός corrective masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτικοῦ — διορθωτικός corrective masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθωτικῆς — διορθωτικός corrective fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)